- καταφανίζω
- (Μ καταφανίζω)(επιτ. τ. τού αφανίζω) αφανίζω τελείως, εξαφανίζω, εξολοθρεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφανίσαντες — καταφανίζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)